- θυμοῦσθαι
- θῡμοῦσθαι , θυμόωmake angrypres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιάπτω — ἰάπτω (Α) 1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ εἰς ἡμᾱς βέλη», Αισχύλ.) 2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.) 3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ 4. βλάπτω, ζημιώνω … Dictionary of Greek
μυθούμαι — (I) μυθοῡμαι, έομαι (Α) [μύθος] 1. λέγω, ομιλώ 2. διηγούμαι 3. εκφωνώ 4. κάνω λόγο για κάποιον, συζητώ για κάποιον 5. προφέρω 6. καλώ κάποιον με το όνομά του, μνημονεύω («πρὶν μὲν γὰρ Πριάμοιο πόλιν μέροπες ἄνθρωποι πάντες μυθέσκοντο πολύχρυσον… … Dictionary of Greek
σπερύνειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπείρειν, θυμοῡσθαι, ἀπειλεῑν, διώκειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπερ τού σπείρω, κατά τα ρ. σε ύνω] … Dictionary of Greek
gʷer-2, gʷerǝ-, gʷerǝu-, gʷerī- — gʷer 2, gʷerǝ , gʷerǝu , gʷerī English meaning: heavy Deutsche Übersetzung: ‘schwer” Material: O.Ind. guru ḥ “ heavy, wichtig, ehrwũrdig” (compounds gárīyün, Sup. güriṣ ṭ ha ḥ), ágru “ledig”, gru muṣṭí ḥ “ heavy handful… … Proto-Indo-European etymological dictionary